φρίξ

φρίξ
-ικός, ἡ, Α
1. ελαφρός κυματισμός υδάτινης επιφάνειας, φρικίαση («Ζεφύροιο ἐχεύατο πόντον ἔπι φρίξ», Ομ. Ιλ.)
2. ανατρίχιασμα
3. παροξυσμός ρίγους («πυρετὸς ἴσχει ξηρὸς καὶ φρὶξ ἄλλοτε», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία, κατά μία άποψη, μπορεί να συνδεθεί με το γαλατ. brig «κορυφή, άκρη, μύτη», πιθ. < *bhriko- < ρίζα *bhrēi-k- (πρβλ. και τη ρίζα *bhreg- «στέκομαι όρθιος, προς τα πάνω», με διαφορετική παρέκταση -g-). Η σύνδεση τής λ. φρίξ με τα λατ. frigus «ρίγος, ψύχος», frigeo «είμαι ψυχρός, ριγώ» δεν θεωρείται πιθανή, αφού οι τ. αυτοί μπορούν να αναχθούν με βεβαιότητα στην ΙΕ ρίζα *srig- «κρύο, ψύχος» (βλ. λ. ρίγος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φρίξ — φρί̱ξ , φρίξ ruffling masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρῖκα — φρίξ ruffling masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρῖκας — φρίξ ruffling masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρίκη — η, ΝΜΑ δέος, φόβος, τρόμος που νιώθει κανείς όταν βλέπει ή ακούει κάτι το τρομακτικό, το αποτρόπαιο (α. «ένιωσε φρίκη μπροστά στο φοβερό εκείνο θέαμα» β. «τῆς σφαγῆς φρίκην ἐμποιούσης τοῑς φίλοις», Διόδ.) νεοελλ. 1. συνεκδ. φρικαλέο πράγμα,… …   Dictionary of Greek

  • φρῖκ' — φρῖκα , φρίξ ruffling masc acc sg φρῖκε , φρίξ ruffling masc nom/voc/acc dual φρῖκαι , φρίκη shuddering fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρῖχ' — φρῖκα , φρίξ ruffling masc acc sg φρῖκε , φρίξ ruffling masc nom/voc/acc dual φρῖκαι , φρίκη shuddering fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Frisch — Frísch, er, este, adj. et adv. 1. Eigentlich, kühl, ein wenig kalt. Das Wasser ist ganz frisch, kühl. Frische Luft schöpfen. Ein frischer Keller, in welchem es kühl ist. Ein frischer Trunk. Es ist heute ganz frisch, ein wenig kalt. Nieders. frisk …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • βήχας —  Αντανακλαστικό φαινόμενο που συνίσταται στη βίαιη εκπνοή, με τη γλωττίδα αρχικά κλεισμένη, για να ανοίξει στη συνέχεια απότομα. Αποσκοπεί στην απομάκρυνση εκκριμάτων και ξένων σωμάτων από τις αεροφόρους οδούς. Το αντανακλαστικό του β.… …   Dictionary of Greek

  • μελάνω — (Α) [μέλας, ανος] γίνομαι μαύρος, μαυρίζω (α. «Ζεφύροιο ἐχεύατο πόντον ἐπὶ φρίξ... μελάνει δὲ τε πόντος ὑπ αὐτῆς», Ομ. Ιλ. β. «πόντοιο διήλυσις, ἔνθα μάλιστα βένθος ἀκίνητον μελανεῑ», Απολλ. Ρόδ.) …   Dictionary of Greek

  • υπόφρικος — ον, Α αυτός που κατέχεται από ελαφρό ρίγος («ὑπόφρικον καὶ τὸ τοῡ βασιλέως σῶμα ἐγεννήθη», Π Δ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φρικος (< φρίξ, φρικός «ανατρίχιασμα, ρίγος»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”